- ὁδαῖα
- ὁδαῖοςthat for which a merchant travelsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδαίος — ὁδαῑος, α, ον (ΑΜ [οδός] μσν. κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῑα το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ άλλους, εφόδια … Dictionary of Greek